- αναπίπτω
- ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α)1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες2. αποσύρομαι, υποχωρώ3. δειλιάζω, διστάζω4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι6. ανακλίνομαι*, ανάκειμαι* για το δείπνο7. (μτχ. ενεργ. πρκμ.) ἀναπεπτωκώς, -υῑα, -ός αυτός που δεν έχει ζωή ή ζωντάνια, άψυχος, άτονος.
Dictionary of Greek. 2013.